- ευαπόλυτος
- εὐαπόλυτος, -ον (Α)1. αυτός που χωρίζεται εύκολα από κάτι («εὐαπόλυτος οὖσα ὀστέων», Ιπποκρ.)2. αυτός που ξεριζώνεται εύκολα3. (για πρόβλημα ή απορία) αυτός που λύνεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-λύω (πρβλ. αν-απόλυτος, δυσ-απόλυτος)].
Dictionary of Greek. 2013.